- κοινοποιοῦμαι
- κοινοποιέωmake common propertypres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοινοποιούμαι — κοινοποιούμαι, κοινοποιήθηκα, κοινοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσέκκειμαι — Α κοινοποιούμαι επιπροσθέτως («τὴν προσεκκειμένην ἀγορὰν τοῡ οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκκεῖμαι «ανακοινώνομαι, κοινοποιούμαι»] … Dictionary of Greek